- νεφελοειδεῖς
- νεφελοειδήςcloud-likemasc/fem acc plνεφελοειδήςcloud-likemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεφελοειδής — ές (ΑΜ νεφελοειδής, ές) 1. αυτός που μοιάζει με νεφέλη, ο νεφελώδης 2. (για ούρα) θολός, σκοτεινός, μη διαυγής, αυτός που παρουσιάζει νεφέλιο νεοελλ. φρ. α) «νεφελοειδείς αστέρες» αστρον. τα νεφελώματα β) «πλανητικοί νεφελοειδείς» (ενν. αστέρες)… … Dictionary of Greek
ουρανομετρία — (Αστρον.). Με την ονομασία αυτή αναφέρονται διάφοροι κατάλογοι αστέρων, που έχουν γίνει κατά καιρούς. Ένας κατάλογος του είδους έγινε το 1603 στο Άουξμπουργκ από τον Μπάγιερ και ένας άλλος, στην Κόρδοβα της Αργεντινής το 1879 από τον Γκουλντ. Ο… … Dictionary of Greek
Αντωνιάδης, Ευγένιος — (Κωνσταντινούπολη 1861 – 1944). Αστρονόμος. Από το 1893 έως το 1902 εργάστηκε στο αστεροσκοπείο Ζιβιζί (Γαλλία) και αργότερα σε αυτό της Μεντόν, ενώ ήδη από το 1891 ήταν μέλος της Αστρονομικής Εταιρείας της Γαλλίας· υπήρξε επίσης μέλος του… … Dictionary of Greek
αστροφωτομετρία — Κλάδος της αστρονομίας, που μελετά τους αστέρες μέσω των φωτόμετρων, οργάνων κατάλληλων για τη μέτρηση της λαμπρότητάς τους. Η σύγχρονη α. χρησιμοποιεί βασικά δύο τύπους φωτόμετρων: αυτά που βασίζονται στις κανονικές φωτογραφικές διαδικασίες και… … Dictionary of Greek
Τέμπελ, Ερνστ Βίλχελμ Λέμπερεχτ — (Tempel, Νίντερ Κούνερσντορφ, Σαξονία 1821 – Φλωρεντία 1889). Γερμανός αστρονόμος. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως σχεδιαστής λιθογράφος, αλλά είχε το πάθος της αστρονομίας και τελικά αφοσιώθηκε σε αυτήν. Στη Βενετία, με ένα μέτριο τηλεσκόπιο,… … Dictionary of Greek